- αρτοποιείο
- boulangerie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αρτοποιείο — το [αρτοποιός] το κατάστημα ή το εργαστήριο όπου κατασκευάζεται το ψωμί, ο φούρνος … Dictionary of Greek
αρτοποιείο — το ψωμάδικο, φούρνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριβανείον — κριβανεῑον, τὸ (Α) [κριβανεύς] πάπ. αρτοποιείο … Dictionary of Greek
μαγειρείο — και μαγειρειό και μαγερειό, το (AM μαγειρεῑον, Α και μαγιρῑον και μαγιρέον, Μ και μαγειρειόν και μαγερεῑον) [μαγειρεύω] ο χώρος, το δωμάτιο όπου παρασκευάζονται τα φαγητά, η κουζίνα νεοελλ. 1. κατάστημα στο οποίο μαγειρεύονται και πωλούνται… … Dictionary of Greek
μαγκίπιο — και μαγκίππιο και μαγιπείο και μαγκιπειό, το (Μ μαγκίπ[π]ιον και μαγκιπεῑον και μαγκήπιον και μαγκηπεῑον) αρτοποιείο νεοελλ. φρ. «το μαγκιπειό τής μονής» το διαμέρισμα όπου παρασκευάζεται ο άρτος στις μονές τού Άθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mancipium… … Dictionary of Greek
πιστωρείον — τὸ, Μ 1. μύλος για την άλεση δημητριακών 2. (κατ επέκτ.) αρτοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pistor, oris «μυλωνάς, αρτοποιός» + κατάλ. εῖον (πρβλ. ιατρ είον, κουρ είον)] … Dictionary of Greek
φουρνάρικο — το, Ν [φούρναρης] κατάστημα που παρασκευάζει και ψήνει ψωμί, φούρνος, αρτοποιείο … Dictionary of Greek
φούρνος — ο / φοῡρνος, ΝΜΑ θολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών νεοελλ. 1. φουρνάρικο, αρτοποιείο 2. το ειδικό μέρος τής συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο 4. εστία ατμολέβητα 5. τεχνολ. κοινή ονομασία τού… … Dictionary of Greek
ψωμάδικο — το, Ν αρτοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμάς, άδες + κατάλ. ικο (πρβλ. φαγ άδ ικο)] … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek